Δεν θα πειράξω τίποτα.
Θέλω να τα αφήσω όλα όπως έχουν.
Τον καναπέ δε θα τον σηκώσω.
Θα τον αφήσω ανοιχτό, όπως τον είχαμε
να μου θυμίζει τις ατελείωτες ώρες που καθόμασταν
και κάτι θα βλέπαμε, κάτι θα συζητάγαμε
θα παίζαμε, θα τρώγαμε, θα πίναμε
θα κάναμε έρωτα.
Ούτε τα τασάκια θα αδειάσω,
να μου θυμίζουν πως εδώ κάποτε ήταν και κάποιος άλλος,
που κάπνιζε.
Άλλωστε θα έχουν ακόμα πάνω τη γεύση των χειλιών σου.
Το μαξιλάρι που κοιμόσουν δε θα το βάλω κάτω από τον καναπέ,
θα το κρατήσω όπως είναι,
από τη μέσα πλευρά του κρεβατιού.
Τη λεκάνη δε θα τη βγάλω έξω στο μπαλκόνι,
θα την κρατήσω εκεί, δίπλα από το κρεβάτι,
να μου θυμίζει το πόσο αγχωμένη ήσουν,
ακόμα και όταν ήσουν μεθυσμένη,
για το αν έκανες ή είπες κάτι που μπορεί να με ενόχλησε,
óταν το μόνο πράγμα που με ενοχλούσε,
ήταν το ότι ήξερα πως κάποια στιγμή θα σε έχανα.
Δε στο έχω πει ποτέ,
αλλά προσπαθούσα να προετοιμαστώ από την πρώτη μέρα γι' αυτό,
προσπαθούσα συνεχώς να συνειδητοποιήσω πως μια μέρα,
δε θα είμαστε πλέον μαζί,
ώστε όταν έρθει αυτή η γαμημένη -όπως και ήρθε-
να μου είναι λιγότερο βασανιστικό.
Όμως παπάρια.
Μόλις γύρισα σπίτι και είδα το πόσο άδειο είναι,
ότι τα ρούχα σου πλέον δεν είναι στοιβαγμένα μαζί με το backpack,
δίπλα από την τηλεόραση,
ότι το ράφι στην ντουλάπα ήταν πλέον άδειο,
ότι έλειπε η οδοντόβουρτσα σου και τα πράγματα σου από το μπάνιο,
ξέσπασα στα κλάματα.
Ήταν η στιγμή που το κατάλαβα για πρώτη φόρα,
πως πλέον δε θα κοιμάμαι
και δε θα ξυπνάω δίπλα σου.
Πως δε θα ξανακούσω να μου λες το πόσο με θες
και ούτε θα ξανακλάψεις στην αγκαλιά μου,
για τον οποιονδήποτε λόγο.
Ανάθεμα.
Αν μπορούσα θα κρατούσα μέχρι και τα πιάτα
και τις κατσαρόλες άπλυτες.
Θα φυλάξω το κλειδί απ' τις εστίες σαν την πιο ανοξείδωτη ελπίδα,
πως τουλάχιστον κάποια μέρα θα ξανανέβεις για τα πράγματα σου
και θα σε δω.
Μου ζήτησες να πάω να πετάξω τη γρανίτα.
Φοβάμαι όμως, οτι αν μπω στο δωμάτιο σου
θα με καταπιεί ακόμα περισσότερο η απελπισία,
από τις αναμνήσεις.
Όπως την πρώτη φορά που πήγες να μείνεις μόνη σου.
Και εν τέλει δεν έμεινες μόνη.
Θυμάσαι;
Συνεχιζω να μη θέλω να σε αφήσω μόνη.
Δε θα ξεχάσω ούτε μία από αυτές τις ιερές μέρες μαζί σου,
όπως λέει και το τραγούδι,
το τραγούδι που μου ζήτησες να μην ακούσω όταν έφευγες τότε από το σπίτι,
το καλοκαίρι.
Όμως εγώ το άκουγα, κρυφά.
Γιατί νόμιζα πως όλο αυτό θα τέλειωνε εκεί,
σε αυτές τις 3 μέρες,
όμως όχι.
Ευτυχώς όχι.
Και τώρα έχω μείνει με δύο πράγματα να μετανιώνω.
Το ένα, είναι πως ακόμα αμφιβάλω αν κατάφερα να σου δείξω όλα όσα νιώθω για σένα
και όλα όσα σημαίνεις για μένα.
-συνειδητά παρέλειψα τον Αόριστο-
Το άλλο, είναι πως εν τέλει δε σου μαγείρεψα ποτέ,
όπως σου είχα υποσχεθεί πως θα κάνω.
Εξακολουθώ να θέλω να πάω κάποιο ταξίδι μαζί σου.
Δε θα ξεχάσω.
Και θέλω να πιστεύω ούτε εσύ.
Άλλωστε, πάντα θα έχουμε την πρώτη σελίδα του Queer.
Θέλω να τα αφήσω όλα όπως έχουν.
Τον καναπέ δε θα τον σηκώσω.
Θα τον αφήσω ανοιχτό, όπως τον είχαμε
να μου θυμίζει τις ατελείωτες ώρες που καθόμασταν
και κάτι θα βλέπαμε, κάτι θα συζητάγαμε
θα παίζαμε, θα τρώγαμε, θα πίναμε
θα κάναμε έρωτα.
Ούτε τα τασάκια θα αδειάσω,
να μου θυμίζουν πως εδώ κάποτε ήταν και κάποιος άλλος,
που κάπνιζε.
Άλλωστε θα έχουν ακόμα πάνω τη γεύση των χειλιών σου.
Το μαξιλάρι που κοιμόσουν δε θα το βάλω κάτω από τον καναπέ,
θα το κρατήσω όπως είναι,
από τη μέσα πλευρά του κρεβατιού.
Τη λεκάνη δε θα τη βγάλω έξω στο μπαλκόνι,
θα την κρατήσω εκεί, δίπλα από το κρεβάτι,
να μου θυμίζει το πόσο αγχωμένη ήσουν,
ακόμα και όταν ήσουν μεθυσμένη,
για το αν έκανες ή είπες κάτι που μπορεί να με ενόχλησε,
óταν το μόνο πράγμα που με ενοχλούσε,
ήταν το ότι ήξερα πως κάποια στιγμή θα σε έχανα.
Δε στο έχω πει ποτέ,
αλλά προσπαθούσα να προετοιμαστώ από την πρώτη μέρα γι' αυτό,
προσπαθούσα συνεχώς να συνειδητοποιήσω πως μια μέρα,
δε θα είμαστε πλέον μαζί,
ώστε όταν έρθει αυτή η γαμημένη -όπως και ήρθε-
να μου είναι λιγότερο βασανιστικό.
Όμως παπάρια.
Μόλις γύρισα σπίτι και είδα το πόσο άδειο είναι,
ότι τα ρούχα σου πλέον δεν είναι στοιβαγμένα μαζί με το backpack,
δίπλα από την τηλεόραση,
ότι το ράφι στην ντουλάπα ήταν πλέον άδειο,
ότι έλειπε η οδοντόβουρτσα σου και τα πράγματα σου από το μπάνιο,
ξέσπασα στα κλάματα.
Ήταν η στιγμή που το κατάλαβα για πρώτη φόρα,
πως πλέον δε θα κοιμάμαι
και δε θα ξυπνάω δίπλα σου.
Πως δε θα ξανακούσω να μου λες το πόσο με θες
και ούτε θα ξανακλάψεις στην αγκαλιά μου,
για τον οποιονδήποτε λόγο.
Ανάθεμα.
Αν μπορούσα θα κρατούσα μέχρι και τα πιάτα
και τις κατσαρόλες άπλυτες.
Θα φυλάξω το κλειδί απ' τις εστίες σαν την πιο ανοξείδωτη ελπίδα,
πως τουλάχιστον κάποια μέρα θα ξανανέβεις για τα πράγματα σου
και θα σε δω.
Μου ζήτησες να πάω να πετάξω τη γρανίτα.
Φοβάμαι όμως, οτι αν μπω στο δωμάτιο σου
θα με καταπιεί ακόμα περισσότερο η απελπισία,
από τις αναμνήσεις.
Όπως την πρώτη φορά που πήγες να μείνεις μόνη σου.
Και εν τέλει δεν έμεινες μόνη.
Θυμάσαι;
Συνεχιζω να μη θέλω να σε αφήσω μόνη.
Δε θα ξεχάσω ούτε μία από αυτές τις ιερές μέρες μαζί σου,
όπως λέει και το τραγούδι,
το τραγούδι που μου ζήτησες να μην ακούσω όταν έφευγες τότε από το σπίτι,
το καλοκαίρι.
Όμως εγώ το άκουγα, κρυφά.
Γιατί νόμιζα πως όλο αυτό θα τέλειωνε εκεί,
σε αυτές τις 3 μέρες,
όμως όχι.
Ευτυχώς όχι.
Και τώρα έχω μείνει με δύο πράγματα να μετανιώνω.
Το ένα, είναι πως ακόμα αμφιβάλω αν κατάφερα να σου δείξω όλα όσα νιώθω για σένα
και όλα όσα σημαίνεις για μένα.
-συνειδητά παρέλειψα τον Αόριστο-
Το άλλο, είναι πως εν τέλει δε σου μαγείρεψα ποτέ,
όπως σου είχα υποσχεθεί πως θα κάνω.
Εξακολουθώ να θέλω να πάω κάποιο ταξίδι μαζί σου.
Δε θα ξεχάσω.
Και θέλω να πιστεύω ούτε εσύ.
Άλλωστε, πάντα θα έχουμε την πρώτη σελίδα του Queer.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου